γνωρίμης

γνωρίμης
γνώριμος
well-known
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ντύνω — έντυσα, ντύθηκα, ντυμένος 1. φορώ ρούχα σε κάποιον. 2. το μέσ., ντύνομαι φορώ ρούχα, ενδύματα: Με της γνώριμης αρχαίας των αρετής, το σχήμα το ανωφέλευτο ντυμένες (Γρυπάρης). 3. μτφ., περιβάλλομαι: Και η γη τη χλόη ντύνεται, τα δάση της ισιώνουν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”